- σωφρονιστήριον
- σωφρονιστήριονhouse of correctionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωφρονιστηρίοις — σωφρονιστήριον house of correction neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστήρια — σωφρονιστήριον house of correction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek